- στενόρρινος
- -η, -ο / στενόρρινος, -ον, ΝΜαυτός που έχει στενή μύτηνεοελλ.(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι στενόρρινοιζωολ. άλλη ονομασία τών κατάρρινων πιθήκων.[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -ρρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. οξύ-ρρινος].
Dictionary of Greek. 2013.